Το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ) αποτελεί θεμελιώδες εργαλείο στη δικαστική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σκοπό την απλούστευση και επιτάχυνση των διαδικασιών παράδοσης ατόμων που καταζητούνται για σοβαρά αδικήματα. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητά του δεν μπορεί να παραβλέπει την πλήρη εγγύηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Σε αυτή την ευαίσθητη ισορροπία, το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου αποφάνθηκε πρόσφατα με την απόφαση υπ' αριθ. 19487/2025, παρέχοντας κρίσιμες διευκρινίσεις σχετικά με την εγκυρότητα της συναίνεσης προς παράδοση, μια πτυχή συχνά υποτιμημένη αλλά πρωταρχικής σημασίας.
Το ΕΕΣ, που θεσπίστηκε με την Απόφαση-Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ και ενσωματώθηκε στην Ιταλία με τον Νόμο υπ' αριθ. 69 της 22ας Απριλίου 2005, έφερε επανάσταση στις παραδοσιακές διαδικασίες έκδοσης, αντικαθιστώντας τις με έναν πιο ευέλικτο και άμεσο μηχανισμό. Στόχος είναι να διασφαλιστεί ότι ένα άτομο που ερευνάται ή καταδικάστηκε σε ένα κράτος μέλος μπορεί να παραδοθεί γρήγορα σε άλλο κράτος μέλος για να δικαστεί ή να εκτίσει ποινή. Σε αυτό το πλαίσιο, η συναίνεση του ατόμου που ζητείται προς παράδοση αποκτά κεντρικό ρόλο, καθώς μπορεί να επιταχύνει σημαντικά τη διαδικασία.
Η απόφαση υπ' αριθ. 19487/2025, εκδοθείσα από το Έκτο Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, με Πρόεδρο τον G. D. A. και Εισηγητή τον F. D. A., ασχολήθηκε με την υπόθεση του D. P., για τον οποίο το Εφετείο της Γένοβας είχε διατάξει την παράδοση. Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος ακύρωσε με παραπομπή την απόφαση του Εφετείου, επισημαίνοντας σοβαρές ελλείψεις στη διαδικασία λήψης της συναίνεσης. Ο πυρήνας της απόφασης περιέχεται στην ακόλουθη μέγιστη ρήτρα:
Σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, οι ελλείψεις στην ενημέρωση που παρέχεται στο πρόσωπο που ζητείται προς παράδοση σχετικά με τη φύση, διαδικαστική ή εκτελεστική, του εντάλματος, καθώς και σχετικά με τις συνέπειες και το αμετάκλητο της συναίνεσης, εμποδίζουν την κρίση ότι αυτή έχει δοθεί εγκύρως.
Αυτή η δήλωση του Αρείου Πάγου είναι θεμελιώδους σημασίας. Διευκρινίζει ότι η συναίνεση προς παράδοση, για να θεωρηθεί εγκύρως δοθείσα, δεν μπορεί να είναι απλή τυπικότητα. Πρέπει να είναι αποτέλεσμα συνειδητής και ενημερωμένης επιλογής, η οποία εγγυάται στο άτομο την πλήρη κατανόηση της κατάστασής του και των συνεπειών της απόφασής του. Με άλλα λόγια, δεν αρκεί να ρωτήσεις «θέλεις να παραδοθείς;»· είναι απαραίτητο το άτομο να είναι πλήρως και εξαντλητικά ενημερωμένο για όλες τις σχετικές πτυχές.
Το Δικαστήριο προσδιορίζει συγκεκριμένα τρία ουσιώδη στοιχεία στα οποία η ενημέρωση πρέπει να είναι άψογη:
Αυτές οι απαιτήσεις είναι σύμφωνες με τις αρχές που κατοχυρώνονται στον Νόμο υπ' αριθ. 69/2005, ιδίως στα άρθρα 10 και 14, τα οποία ρυθμίζουν τη διαδικασία παράδοσης και τους τρόπους εκδήλωσης της συναίνεσης, καθώς και με την ευρωπαϊκή νομολογία που προστατεύει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και στην προσωπική ελευθερία.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου εντάσσεται σε μια εδραιωμένη νομολογιακή τάση (όπως έχει ήδη διατυπωθεί σε προηγούμενες αποφάσεις όπως η υπ' αριθ. 44056/2014 και η υπ' αριθ. 4864/2016), η οποία θέτει στο επίκεντρο την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Η έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης υπονομεύει εκ θεμελίων την εγκυρότητα της συναίνεσης, μετατρέποντάς την σε ελαττωματική πράξη και, κατά συνέπεια, καθιστά άκυρη ολόκληρη τη διαδικασία παράδοσης. Για τους νομικούς φορείς, αυτή η απόφαση αποτελεί υπενθύμιση να διασφαλίζουν τη μέγιστη διαφάνεια και πληρότητα στην ενημέρωση που παρέχεται στο πρόσωπο που ζητείται προς παράδοση, ώστε η απόφασή του να είναι πραγματικά ελεύθερη και συνειδητή. Η ακύρωση με παραπομπή της απόφασης του Εφετείου της Γένοβας υπογραμμίζει πώς οι ελλείψεις στην ενημέρωση μπορούν να οδηγήσουν σε ακυρότητα της συναίνεσης και στην ανάγκη επανεξέτασης της υπόθεσης, με παράταση των προθεσμιών και σημαντικό αντίκτυπο στη διαδικασία.
Η απόφαση υπ' αριθ. 19487/2025 του Αρείου Πάγου αποτελεί ένα σταθερό σημείο στη ιταλική νομολογία σχετικά με το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης. Επαναβεβαιώνει με ισχύ ότι η διεθνής δικαστική συνεργασία, αν και απαραίτητη, δεν μπορεί να παραβλέπει τον σχολαστικό σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου, πρώτο μεταξύ όλων το δικαίωμα σε πλήρως ενημερωμένη συναίνεση. Για τους πολίτες και τους δικηγόρους, αυτή η απόφαση υπογραμμίζει τη σημασία της εξειδικευμένης και έγκαιρης νομικής συμβουλής, ικανής να διασφαλίσει ότι κάθε απόφαση που λαμβάνεται σε τόσο ευαίσθητα πλαίσια βασίζεται σε σαφή και πλήρη κατανόηση όλων των συνεπειών. Το Δικηγορικό μας Γραφείο είναι πάντα στη διάθεσή σας για να προσφέρει εξειδικευμένη βοήθεια και συμβουλές σε θέματα διεθνούς ποινικού δικαίου και Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, διασφαλίζοντας την πλήρη προστασία των δικαιωμάτων των εντολέων μας.